Το επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούν πολύ συχνά οι εκάστοτε κυβερνώντες είναι πως παρέλαβαν «καμένη γη» από τους προκατόχους τους. Το επιχείρημα αυτό καλύπτει ψυχολογικά για κάποιους μήνες τους απατημένους οπαδούς της νέας κατάστασης, που αρνούνται να αποδεχτούν το συνήθως ασύνετο της επιλογής τους και δεν θέλουν να παραδεχθούν πως θα πρέπει να γίνουν «κοψοχέρηδες». Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται για χρόνια ολόκληρα στις κοκορομαχίες των ανεγκέφαλων πολιτικών στις τηλεοράσεις. Ακούει κανείς ακόμα τον δόλιο βλάκα να επαναλαμβάνει πως παρέλαβε «καμένη γη» το 2009 και γι’ αυτό οδήγησε τη χώρα στη μνημονιακή καταστροφή. Εγώ «σκέφτομαι να πρωτοτυπήσω», και παρότι δεν συμμετέχω ούτε συμμετείχα ποτέ σε κάποιο μηχανισμό εξουσίας –ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό– να μην εκφραστώ ως «Επιμηθέας», δηλαδή κατόπιν εορτής, αλλά ως αγγελιαφόρος επερχομένων –και εν μέρει ήδη συντελεσθέντων– δεινών. Δυστυχώς, είμαι πεπεισμένος ότι η παρούσα «κυβέρνηση»(!) θα παραδώσει καμένη γηκατά την αποχώρησή της, οποτεδήποτε αυτή επισυμβεί. Βέβαια, μετά από τις 130 ημέρες της στην εξουσία, έχω μάλλον εύκολο έργο, διότι «εξ όνυχος τον λέοντα»…
Ωστόσο, αυτό που εξαιρετικά εύκολα θα μπορούσε να συναχθεί ως συμπέρασμα από τον κάθε νουνεχή Έλληνα, αν αυτός βρισκόταν στους Αυστραλιανούς αντίποδες (πόσο μου άρεσε μικρός αυτό το υπέροχο Terra incognita Australis), καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο όταν βρίσκεται στην Ελλάδα. Δυστυχώς, στον δημόσιο χώρο, κατακλυζόμαστε από δειλούς, μικροκομπιναδόρους και ανεγκεφάλους, επειδή οι υπόλοιποι κανονικοί άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν την οικογένεια τους και έχουν εκχωρήσει τον δημόσιο χώρο σε αυτούς. Γι’ αυτό και τα εξόχως προφανή αυτά συμπεράσματα καθίστανται δύσκολο να συναχθούν μέσα από την αβάσταχτη πολυλογία που καθημερινά έχει κάνει κουρκούτι το μυαλό των Ελλήνων.
Θεωρώ λοιπόν απολύτως προφανές και αυταπόδεικτοτο συμπέρασμα πως αυτοί οι λεβέντες θα παραδώσουν καμένη γη σε μας και τους επομένους. Βιώσαμε ήδη την πρακτική τους κατ’ αυτές τις μακρές, αλλά από ένα σημείο και μετά ανιαρές, ημέρες, διότι μοιάζουν με μια αέναη επανάληψη δηλώσεων και αντιδηλώσεων Βαρουφάκη(!), βαρυσήμαντων παρεμβάσεων Λεουτσάκου, μαραθωνίων παιδαγωγικών νουθεσιών της προέδρου Ζωής σε ατάραχα λαμόγια, και προ παντός των νυκτερινών (τηλε)διασκέψεων του «γάτου» πρωθυπουργού με πλανητάρχες και ευρωκράτες. Αυτά, την επόμενη ημέρα ή εβδομάδα, θα επαναληφθούν ίδια και απαράλλακτα σε ένα παγωμένο και διαρκώς επαναλαμβανόμενο ενσταντανέ!
Και καθώς αυτοί καλά τρώνε και καλά πίνουν –καμιά φορά με τον λογαριασμό στα 900 δολάρια–, προσποιούμενοι πως κυβερνούν, η οικονομία, η κοινωνία, η χώρα εν τέλει, συνεχίζει την καθοδική της πορεία, ακάθεκτη. Στα «μακροοικονομικά» δεδομένα, το Εθνικό εισόδημα βρίσκεται και πάλι σε –επιταχυνόμενη φοβούμαι– πτώση, όλοι οι προμηθευτές του δημοσίου δεν έχουν να λαμβάνουν τίποτε από τα χρήματα που τους χρωστάει το δημόσιο (που αξίζει να σημειώσουμε πως αντιπροσωπεύει το 50% του ΑΕΠ της χώρας), τα νοσοκομεία αποσυντίθενται, τα κόκκινα δάνεια διογκώνονται ταχύτατα, οι ασφαλιστικές εισφορές δεν καταβάλλονται, παρά μόνο όσες έχουν ενταχθεί στις εκατό δόσεις, η ανεργία αρχίζει και πάλι την ανοδική της πορεία. Και θα μπορούσα να συνεχίζω επ’ άπειρον αυτόν τον ανελέητο κατάλογο.
Όμως, εκείνα τα ζητήματα που πάνω από όλα θα έπρεπε να ανησυχούν τους Έλληνες είναι ζητήματα άλλης τάξης, πολύ πιο επικίνδυνα, μεγαλύτερου βάθους και συνεπειών. Αυτά που ελάχιστα συζητιούνται από τους αθλίους των καναλιών. Η τεράστια επιδείνωση των μεταναστευτικών ρευμάτωνστα νησιά μας, που αποτελεί μια θρυαλλίδα για το ίδιο το μέλλον του τόπου, η επιστροφή με ταχύτατα βήματα ενός νέου σχεδίου Ανάν στην Κύπρο–γιατί άραγε οι Αμερικανοί «αγαπούν» τόσο πολύ την κυβέρνηση Τσίπρα;– οι κινήσεις των Τούρκων στη Θράκη, οι αλβανικές προκλήσεις και, προ παντός, η δημογραφική κατάρρευση της χώρας και η συνεχιζόμενη φυγή των νέων που επιτείνεται, όλα αυτά μαζί αποτελούν για μένα πολύ μεγαλύτερες υποθήκες για την τύχη του τόπου ακόμα και από τα ζέοντα οικονομικά ζητήματα.
Αλλά ας φτάσουμε και στην περιβόητη διαπραγμάτευση. Μέσα στο γνωστό παιγνίδι που παίζουν οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις –ΟΛΕΣ, χωρίς καμία εξαίρεση–, από το 2010 μέχρι σήμερα, οι τοκογλύφοι εταίροι βάζουν ένα πολύ μεγάλο πακέτο στη ζυγαριά έτσι ώστε το θύμα, η Ελλάδα, να δεχθεί ένα μέρος από αυτά στην παρούσα διαπραγμάτευσηκαι τα υπόλοιπα να ξαναϊδωθούν στη συνέχεια! Ήδη, η «ανένδοτη αντιμνημονιακή» κυβέρνηση Τσίπρα έχει δεχθεί μέτρα 1,9 δισεκατομμύριαεπιπλέον, ενώ ευαγγελιζόταν όχι μόνο ελάφρυνσηαλλά και έναν πακτωλό 12 δισεκατομμυρίων που τα είχε «κοστολογήσει» ο Τσίπρας και ο… Μηλιός (contradictio in terminis για τους λατινομαθείς!) Η διαφορά που τους χωρίζει από τους δανειστές είναι κάτι… ψιλολόγια, 1,5-2 δισεκατομμύρια. Προφανώς, όπως στον μύθο του Χότζα, θα βγάλουν μερικά για να το φάνε οι χαχόλοι –δηλαδή εμείς– και τα υπόλοιπα μέτρα θα έλθουν στην… επόμενη διαπραγμάτευση! Αυτό γίνεται συστηματικά από το 2010, και η στρατηγική του Σόϊμπλε, της Μέρκελ και όλης της κομπανίας, ανεξαιρέτως,είναι πως, στο τέλος του προγράμματος, που το υπολογίζουν ότι χρειάζεται μερικά χρόνια ακόμα, η Ελλάδα θα έχει βγει «σενιαρισμένη», έχοντας χάσει τα «περιττά κιλά». Θα μπορεί έτσι να συμμετέχει ως τουριστικό παράσιτο, απόθεμα ανεπιθύμητων μεταναστών και γεωπολιτικό οικόπεδο/σύνορο στη νέα Ευρώπη του λυσσαλέου πλανητικού ανταγωνισμού που ήδη διεξάγεται και θα επιταθεί τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί δεν θέλουν με κανένα τρόπο να τελειώσει το πρόγραμμα προτού ολοκληρώσουν αυτόν τον μετασχηματισμό. Γι’ αυτό και, όταν χρειάστηκε, έριξαν πρώτα τον Γιωργάκη, το 2011, και πρόσφατα τον Σαμαρά, όταν άρχισε να θέλει να αυτονομηθεί και «να βγει στις αγορές». Προτίμησαν να τον ρίξουνμε την ασφυκτική πίεση που του προκάλεσαν από την Άνοιξη του 2014 και κατ’ εξοχήν το Φθινόπωρο του 2014, παίρνοντας το ρίσκο μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, παρά να αφήσουν την Ελλάδα να ξεφύγει από τον μνημονιακό κορσέ. Και βέβαια, ο εξουσιομανής νεανίας και η παρέα του, που νόμισαν πως μπορούν να βγουν και στα μεγάλα καζίνα, ενώ είχαν μάθει μόνο στο πόκερ της Αίγινας με τον Αλέκο, κατάπιαν το δόλωμα αμάσητο. Η «παγίδα», για την οποία μιλάνε και την αποδίδουν στον Σαμαρά, είχε σφραγίδα Σόιμπλε και Μέρκελ, οι οποίοι, με την Κυβέρνηση Σύριζα, Ανελ, Οικολόγων Πρασίνων και Πυρικαύστου Ελλάδος (για να λέμε τα πράγματα στην ακρίβειά τους), ήθελαν να ολοκληρώσουν τη μνημονιακή μετάλλαξη και την κατοικιδιοποίηση ολόκληρου του ελληνικού πολιτικού συστήματος και κατ’ επέκτασιν την υποταγή ολόκληρου του ελληνικού λαού.
Γιατί, και το έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε τις ιδεολογικές και κοινωνιολογικές προϋποθέσεις για μια αυθεντική ρήξημε το παγκόσμιο σύστημα -διότι αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα– και, παρεμπιπτόντως, δεν τις είχε αυτή τη στιγμή ούτε και ο ελληνικός λαός, σε μια παρασιτοποιημένη, εξαρτώμενη οικονομία και σε μια χώρα με δύσκολη γεωπολιτική θέση. Για να μπορείς να προχωρήσεις σε ΡΗΞΗ, θα έπρεπε όχι μόνο να έχεις μαζί σου ένα σημαντικό κομμάτι του λαού που να την επιθυμεί και να μπορεί να πραγματοποιήσει μια παραγωγική και ιδεολογική επανάσταση στη χώρα αλλά να διαθέτεις και μια ρεαλιστική ανάλυση της παγκόσμιας κατάστασης. Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαθέτει τίποτε από όλα αυτά. Στο ιδεολογικό πεδίο, έχει δύοβασικές,αποφασιστικής σημασίας, ελλείψεις:
Α. Η ελληνική Αριστερά, σε μια χώρα αποικιοποιημένη εδώ και οκτώ αιώνες σε Ανατολή και Δύση, μετά τη Μεταπολίτευση, κατασκεύασε μια αριστερή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και της άρνησης της σημασίας και του ρόλου της εθνικής ταυτότητας. Από αυτή την Αριστερά βγήκαν ο Λιάκος, η Ρεπούση, ο Χριστόπουλος, η Αναγνωστοπούλου, ο Μπαλτάς, ο Νταβανέλοςκαι άλλοι ων ου έστιν αριθμός. Σε αυτήν ανήκει και ο Γιάννης Μηλιόςπου, μαζί με διάφορους αστέρες του ΚΚΕ, χαρακτηρίζουν ιμπεριαλιστική και υπεραναπτυγμένη τη σημερινή Ελλάδα. Αυτή η Αριστερά, μαζί με τους εκσυγχρονιστές του Σημίτη, διέλυσε τα προηγούμενα χρόνια την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων νέων και θέλησε να τους μεταβάλει σε εγωτικά και εγωπαθή άτομα που ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, την οποία αποκαλούν ψευδωνύμως «δικαιώματα». Πώς λοιπόν να οικοδομήσεις το αναγκαίο σήμερα πατριωτικό μέτωποόταν, για παράδειγμα, εξακολουθείς ακόμα να ενοχλείσαι από το λείψανο της Αγίας Βαρβάρας και τη λαϊκή θρησκευτικότητα; Και αυτό δεν ανασκευάζεται σε μερικούς μήνες εξ ου και η μόνη διαδήλωση που έκανε η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν για το δικαίωμα στο ελεύθερο χασίσι.
Β. Η ελληνική Αριστερά είναι η μοναδική σε ολόκληρη την Ευρώπη όπου δεν έγινε ποτέ καμία συζήτηση σε βάθος για τη σοσιαλιστική εμπειρία του 20ούαιώνα, ως συνέπεια εν πολλοίς και του εμφυλίου πολέμου και της ανόδου της Χούντας. Έτσι, η ελληνική Αριστερά δεν συζήτησε ποτέ το λεγόμενο σοσιαλιστικό μοντέλο και τις πρακτικές της κομμουνιστογενούς Αριστεράς. Αντίθετα μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, αναζωπύρωσε μια άθλια εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα συζήτηση για τον Εμφύλιο, με παρτενέρ κάποιους εμπαθείς αντιπάλους της Δεξιάς, που συνέβαλαν στην ωρίμανση του φρούτου της Χρυσής Αυγής. Το αποτέλεσμα είναι πως, αντί να επισημαίνονται οι ευθύνες των μεγάλων δυνάμεων που οδήγησαν τον ελληνικό λαό στη σφαγή για τα συμφέροντά τους, να ανακυκλώνεται το κλίμα ενός ψευδοεμφυλίου, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε και η μόνη μηδενιστική «επανάσταση» που έγινε τα τελευταία χρόνια, ο Δεκέμβρης του 2008, που βρίσκεται πίσω από πολλά από τα σημερινά φαινόμενα.
Παράλληλα και συναφώς, ο ΣΥΡΙΖΑ και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής Αριστεράς έχει εσφαλμένη ανάλυση για τη σημερινή παγκόσμια οικονομική συγκυρία και ακολουθεί –ω της αστειότητας!– θεωρίες τύπου Βαρουφάκη, ότι με χαζοχαρούμενα τούιτερ θα τρομάξουμε τους Γερμανούς. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει πως η εποχή της σοσιαλδημοκρατίας και του εξασφαλισμένου κοινωνικού κράτους μπήκε σε κρίση εξ αιτίας της παγκοσμιοποίησης και γι’ αυτό δεν σηκώνουν μεσοβέζικες λύσεις. Είτε θα δημιουργηθούν, στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, δυνάμεις που θα θελήσουν να ανατρέψουν τη σημερινή χρηματοπιστωτική δικτατορία είτε θα σερνόμαστε πίσω από τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ. Και για να κάνεις το πρώτο, όταν μάλιστα βρίσκεσαι σε μία χώρα ευαίσθητη γεωπολιτικά, πρέπει να έχεις μαζί σου πριν απ’ όλα έναν συνειδητοποιημένο λαό, έτοιμο για έναν μακρόχρονο και σκληρό αγώνα, στα πλαίσια ενός παγκόσμιου κινήματος ανατροπής της δικτατορίας των αγορών. (Ως προς αυτό -και μόνο-, το ΚΚΕ έχει απόλυτα δίκιο, μόνο που βέβαια δεν κάνει τίποτε για να συγκροτηθεί το ανάλογο κίνημα). Διαφορετικά, θα συνεχίζεις να σπέρνεις αυταπάτες περί ευνοϊκής λύσης και ψευδο-ρήξεων, που στο τέλος θα καταλήγουν σε ακόμα περισσότερη καμένη γη και αδιέξοδα. Και αυτό παρά το ότι, έστω με στρεβλό τρόπο, η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται σε μια διεθνή κίνηση ενίσχυσηςτων αντισυστημικών κινημάτων. Ενίσχυση όμως που ακόμα ΔΕΝ επέτρεπε άμεση άνοδο στην εξουσία. Αυτή, όταν δεν έχεις πραγματικές δυνατότητες, θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή δεν θα ενισχύσει τις αντισυστημικές δυνάμεις αλλά τις συστημικές, που θα επανέλθουν ισχυρότερες.
Και ας υποθέσουμε πως η σημερινή κυβέρνηση, με το σημερινό επίπεδο συνειδητοποίησης του ελληνικού λαού, προχωρούσε προς μια ρήξη, που ανέντιμα–γιατί ποτέ δεν έχει ομολογηθεί στον λαό– προωθούν πολλοί της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή να μας διώξουν οι άλλοι για να επιτύχουμε εμείς αυτό που ο λαός δεν θέλει! Μα πιστεύουν πως μπορούν, αυτοί οι ίδιοι, να διαχειριστούν το πέρασμα στο εθνικό νόμισμα, να σώσουν την ελληνική οικονομία και να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της χώρας μας; Αυτό δεν το πιστεύει κανείς, κυριολεκτικώς, ούτε οι ίδιοι, εκτός ίσως από τον αγγλοτραφή «αντιεθνικιστή» Λαπαβίτσα. Κατά συνέπεια, δεν μπορούν να κάνουν κυριολεκτικώς τίποτε. Γι’ αυτό και επί τέσσερις μήνες στριφογυρνάνε γύρω από τον εαυτό τους.
Πραγματική ρήξη ξέρουν πως δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν, ούτε ταυτόχρονα μπορούν να υλοποιήσουν αυτοί τα όντως σκληρά μέτραπου οσονούπω ετοιμάζονται να υπογράψουν και που γίνονται όλο και σκληρότερα όσο περνάει ο χρόνος. Ο Τσίπρας και όλοι οι εξουσιομανείς της παρέας του θα ήταν ίσως διατεθειμένοι να το κάνουν, αλλά τους λείπει το «εργαλείο», δηλαδή το κόμμα που θα τα υλοποιούσε και θα τα «περνούσε» στην κοινωνία. Διότι το κόμμα δεν είναι «δικό» τους, είναι ένα σύνολο «συνιστωσών», και όσο και αν προσπαθούν να το γλυκάνουν με αθρόους διορισμούς, ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει σε ημέρες ή σε λίγους μήνες. Τη στιγμή μάλιστα που οι τράπεζες αδειάζουν, τα ελλείμματα συσσωρεύονται οι γάζες κάνουν φτερά από τα νοσοκομεία.
Κατάληξη: απραξία, και στρατηγική της στρουθοκαμήλου, ενώ τα αδιέξοδα συσσωρεύονται. Και το τέλος αυτής της όπερας-μπούφα –ως προς τους πρωταγωνιστές- και τραγωδίας για τους «θεατές», δηλαδή τον ελληνικό λαό, είναι ακόμα άδηλο. Καταστροφικό θα είναι οπωσδήποτε, ακριβά θα πληρωθεί οπωσδήποτε, η μόνη δυνατότητα για την οποία πρέπει να πασχίσουμε είναι να μειώσουμε τη ζημιά. Και το πρώτο βήμα είναι να πάψουμε να παριστάνουμε το «παγώνι», να πάψουμε να παριστάνουμε πως «δεν παρακολουθούμε» τις τηλεοράσεις, να ξεφύγουμε από αυτή τη θανατερή απραξία, που μας βυθίζει κάθε μέρα και περισσότερο. Να φωνάξουμε στους ακυβέρνητους κυβερνήτες πως δεν πάει άλλο, να τους πείσουμε πως το χειρότερο που έχουν να κάνουν είναι η σημερινή τους ακινησία, και να συνεγείρουν όλο τον ελληνικό λαό και όσες πολιτικές δυνάμεις το επιθυμούν σε μια πανεθνική κινητοποίηση ελάττωσης των απωλειών. Αφού το διαπράξαμε το σφάλμα και πειστήκαμε από τις υποσχέσεις τους, ας μη τους αφήνουμε άλλο να συνεχίζουν.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως, πως εμείς, ο λαός, θα αναλάβουμε να υπογράψουμε για λογαριασμό τους. Αυτοί θα υπογράψουν, και αυτοί θα αναλάβουν το πολιτικό κόστος, εμείς θα πληρώσουμε ούτως ή άλλως με την υποβάθμιση της ζωής μας, καθώς και οι πράγματι ειλικρινείς οπαδοί και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που είχαν πιστέψει στις εξαγγελίες του. Πάντως, το πολιτικό κόστος δεν μπορούν να το αποφύγουν όσο και να θέλουν. Το μόνο που πασχίζουν να πετύχουν είναι να μας φέρουν τα μέτρα σε πακέτα, σε δόσεις, για να τα καταπιούμε ευκολότερα, και εμείς και το κόμμα τους, και απηυδισμένοι να φωνάξουμε πως «παραδινόμαστε». Αυτός είναι όλος και όλος ο “αγώνας”. Για να το πετύχουν όμως είναι ικανοί να επιχειρήσουν και άλλους τυχοδιωκτισμούς. Εάν όμως κατανοήσουν ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να συναινέσουμε –είτε εκλογέςείτε δημοψηφίσματαείναι αυτά- και κατανοήσουν πως κινδυνεύουν να τα χάσουν, μαζί με την περιπόθητη εξουσία, τότε ίσως να κινηθούν αποφασιστικότερα. Όντως, είναι το μόνο κίνητρο που μπορεί να τους ξεκουνήσει.