Το 1998 η τότε ιταλική Κυβέρνηση, με ένα διάταγμά της, αντίστοιχο με την πρόσφατη πράξη του Ελληνικού Υπουργικού Συμβουλίου για την κατάργηση του μονοπωλίου της ΔΕΗ, αποφάσισε ότι σε 5 χρόνια δηλαδή το 2003, καμία εταιρεία ηλεκτρισμού δεν θα είχε μερίδιο στην ιταλική αγορά πάνω από 50%.
Η απόφαση της τότε Ιταλικής Κυβέρνησης με υπουργό Βιομηχανίας τον προσφάτως παρ’ ολίγο πρωθυπουργό Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, ελήφθη ενόψει της απελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρισμού, που τυπικά ίσχυσε το 2001, προκειμένου να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για σωστό σχεδιασμό, ενημέρωση και συζήτηση με όλους τους άμεσα ενδιαφερόμενους, καταναλωτές και εργαζόμενους υπέρ των οποίων έπρεπε να λειτουργήσει η απελευθέρωση.
Επίσης, ελήφθη με δεδομένη την κοινή παραδοχή (στην Ιταλία πάντα) ότι για να ανοίξει στον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό η αγορά που εξυπηρετείται από μία και μόνη επιχείρηση, θα πρέπει η τελευταία να «σπάσει» όπως στη δεκαετία του 30, «έσπασε» στις ΗΠΑ με νόμο, το μονοπώλιο του Ροκφέλερ στα πετρέλαια.
Εν τέλει, αποτέλεσμα της σωστής προετοιμασίας στη γειτονική Ιταλία, ήταν η ΕΝΕL δηλαδή η αντίστοιχη ΔΕΗ να «σπάσει», πουλώντας μέσω διαγωνισμών μονάδες και πελατολόγιο σε άλλες εταιρείες. Έτσι η ENEL απέκτησε πρόσβαση σε υγιή κεφάλαια που την βοήθησαν να αναδειχθεί σε διεθνή ενεργειακό παίκτη με παρουσία σε όλες σχεδόν τις ηπείρους.
Όλο αυτό το διάστημα, η ΔΕΗ διατήρησε το μονοπώλιό της, το οποίο οι ελληνικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτως προσανατολισμού, από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣOΚ μέχρι τη λαϊκή δεξιά, με διάφορες ρυθμιστικές “πατέντες” προσπάθησαν να διαφυλάξουν ως το “Ιερό μονοπώλιο». Αποτέλεσμα η ΔΕΗ μαραζώνει, και μαζί της παρασέρνει και όποιο κομμάτι της ελληνικής μεταποίησης έχει ανάγκη από φθηνή ενέργεια για να επιβιώσει στον διεθνή ανταγωνισμό.
Κινήσεις υπό ασφυκτική πίεση
Σήμερα η Ελληνική Κυβέρνηση μετά από τις συνεχόμενες παλινωδίες των προηγούμενων «μεταμνημονιακών» κυβερνήσεων και με «βαριά καρδιά», αναγκάζεται από τα πράγματα και υπό την έντονη πίεση της τρόικας να δρομολογήσει τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν από χρόνια στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν και έχουν συμφωνηθεί με τους δανειστές, θα πρέπει θεωρητικά τουλάχιστον να ικανοποιούν βασικά θέματα όπως: άνοιγμα της αγοράς (διαμόρφωση συνθηκών ανταγωνισμού) στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την πρόσβαση και άλλων παικτών σε λιγνίτες και νερά τα οποία μονοπωλεί ακόμη η ΔΕΗ, την κεφαλαιακή ενίσχυση της ΔΕΗ οι υποχρεώσεις της οποίας πλησιάζουν τα 5 δισ. ευρω, άνοιγμα της αγοράς στην προμήθεια και χρηματοδότηση των επενδύσεων σε εκσυγχρονισμό και επεκτάσεις στις υποδομές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (διασυνδέσεις με τα νησιά κλπ).
Το εγχείρημα από τη φύση του είναι τεράστιο και δύσκολο ακόμη και αν οι πολιτικές συνθήκες ήταν απόλυτα ομαλές. Το επισημαίνει και η ίδια η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι οι μεταρρυθμίσεις που θα προωθηθούν, δηλαδή ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς- ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, η δημιουργία και πώληση της «Μικρής ΔΕΗ» και η αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ (πώληση του 17%) συνιστούν «περίπλοκη διαδικασία σε εταιρικό, νομικό, λογιστικό, φορολογικό και κανονιστικό-ρυθμιστικό επίπεδο.»
Όπως τονίζουν στο Εuro2day.gr ειδικοί που έχουν εργαστεί για παρόμοια σχέδια στο εξωτερικό, παρόμοιας έκτασης παρεμβάσεις γίνονται σταδιακά και μόνο αφού σχεδιαστούν στη μέγιστη δυνατή λεπτομέρεια, εξασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή πολιτική και κοινωνική συναίνεση και πεισθούν τα συνδικάτα ότι δεν πρόκειται να θιγούν τα βασικά τους δικαιώματα.
Σύμφωνα με τους ίδιους, αλλά και με τις πληροφορίες που υπάρχουν, το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι ο σχεδιασμός είναι σε πολύ αρχικό στάδιο, ενώ από το ίδιο το κείμενο της πράξης του υπουργικού συμβουλίου προκύπτουν ερωτήματα, αλλά και η βεβαιότητα ότι εν τέλει, όλα θα εξαρτώνται από τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες, πολιτικές και μη.
Τα σχέδια
Σε ό,τι αφορά στον ΑΔΜΗΕ που σήμερα είναι 100% θυγατρική εταιρεία της ΔΕΗ, το σχέδιο προβλέπει επιλογή επενδυτή για είσοδο στο 49% των μετοχών μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με ανάληψη του μάνατζμεντ από τον ίδιο και σε δεύτερη φάση εξαγορά επιπλέον 2%.
Ωστόσο η απόφαση μιλά για συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο του ΑΔΜΗΕ και με ποσοστό που θα εξασφαλίζει καταστατική μειοψηφία.
Δεν περιγράφεται όμως έστω και επιγραμματικά η διαδικασία και οι όροι μεταφοράς του ποσοστού αυτού από τη ΔΕΗ στο Ελληνικό Δημόσιο και κυρίως κατά πόσο θα διασφαλιστούν τα συμφέροντα των μετόχων μειοψηφίας της ΔΕΗ.
Όσο για τα χρονοδιαγράμματα, περιττεύει να αναφερθεί ότι αυτά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, αφού τον Αύγουστο θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η προετοιμασία της πρώτης φάσης και να έχει γίνει η προκήρυξη εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ενώ η ολοκλήρωση της συναλλαγής και για το επιπλέον 2%, θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το δεύτερο τρίμηνο του 2014.
Η μικρή ΔΕΗ
Η άσκηση είναι ακόμη πιο δύσκολη για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μικρής ΔΕΗ» στην οποία η μητρική θα εισφέρει μονάδες ηλεκτροπαραγωγής και πελατολόγιο σε ποσοστό 30% αυτού που κατέχει σήμερα η ΔΕΗ. Συγκεκριμένα, 1.400 μεγαβάτ λιγνιτικών μονάδων, 500 μεγαβάτ υδροηλεκτρικών και 500 μεγαβάτ φυσικού αερίου, δηλαδή συνολικά 2.400 μεγαβάτ.
Εξυπακούεται ότι η παραχώρηση στη νέα εταιρεία των λιγνιτικών μονάδων, θα συνοδευτεί και από το δικαίωμα πρόσβασης σε λιγνιτορυχεία που είναι απαραίτητα για την τροφοδοσία τους. Το σπάσιμο της ΔΕΗ σε «μικρή» και «μεγάλη», είναι σαφές ότι γίνεται προκειμένου να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς σήμερα οι ανεξάρτητες μονάδες είναι αποκλειστικά φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταγωνιστούν τις φθηνές μονάδες της ΔΕΗ (λιγνίτες, νερά).
Ωστόσο το σημείο που έχει βαρύνουσα σημασία είναι ότι οι περισσότερες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ έχουν πεπερασμένο χρονικό περιθώριο λειτουργίας και θα πρέπει να σταματήσουν να λειτουργούν με τη συμπλήρωση προκαθορισμένων και συμφωνημένων με την ΕΕ ωρών λειτουργίας.
Για την παράταση της ζωής τους, θα πρέπει να γίνουν σοβαρές επενδύσεις για περιορισμό των εκπομπών και βελτίωση του βαθμού απόδοσής τους που σήμερα είναι μικρός. Έτσι λοιπόν το τίμημα πώλησης λιγνιτικών μονάδων είναι ένα πολύ σχετικό μέγεθος που συναρτάται άμεσα με τον υπολειπόμενο χρόνο ζωής και τις ενδεχόμενες επενδύσεις που πρέπει να γίνουν σε αυτές.
Παρ΄ όλα αυτά η πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου θέτει προκαταβολικούς όρους όπως τη μεταφορά στη νέα εταιρεία μέρους του υφιστάμενου δανεισμού της ΔΕΗ, καθώς όπως αναφέρει επιγραμματικά, «ο δανεισμός της ΔΕΗ σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει χρηματοδοτήσει την κατασκευή και συντήρηση των παραγωγικών μονάδων που θα εισφερθούν στην νέα εταιρεία». Επίσης ότι δεν θα επιτραπεί η πώληση κάτω από την λογιστική αξία των εισφερομένων στοιχείων όπως αυτή προσδιορίζεται με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. Όσο για τα λιγνιτωρυχεία, η ΔΕΗ ή οι σύμβουλοί της θα πρέπει να αποτιμήσουν την αξία του δικαιώματος παραχώρησης που έχουν από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ο λιγνίτης είναι περιουσία του Κράτους.
Ένα πολύ λεπτό σημείο της όλης διαδικασίας αφορά τη μεταφορά στην εταιρεία του 30% των πελατών της ΔΕΗ, τους οποίους προμηθεύει με ηλεκτρικό. Η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αναγνωρίζει το πρόβλημα το οποίο έχει να κάνει με το κατά πόσο θα είναι υποχρεωτική η μεταφορά ενός πελάτη από τον προμηθευτή που έχει σήμερα (ΔΕΗ) σε έναν άλλο, και αυτό παρά την βούλησή του, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 30%. «Στο πλαίσιο αυτό παραμένει υπό εξέταση επί του παρόντος ο τρόπος με τον οποίο η νέα εταιρεία θα προσελκύσει πελάτες, κατ’ αναλογία, από την πελατειακή βάση της ΔΕΗ ανά κατηγορία πελατών», αναφέρεται χαρακτηριστικά και απλώς περιγράφεται η αμηχανία επί του πρακτέου.
Η προετοιμασία για τη δημιουργία της «Μικρής ΔΕΗ» θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2014 και η συναλλαγή με τον επενδυτή μέχρι τον Ιανουάριο του 2015.
Τέλος ως «αποκρατικοποίηση της ΔΕΗ» η Πράξη υπουργικού συμβουλίου χαρακτηρίζει την πώληση του 17% των μετοχών από αυτές που κατέχει το Δημόσιο (51%) σε στρατηγικό επενδυτή. Ωστόσο μένει ασαφές αν η μεταβίβαση του ποσοστού αυτού θα συνοδεύεται και από την παραχώρηση του μάνατζμεντ της εταιρείας.
Θεωρητικά παραχώρηση ποσοστού σε στρατηγικό επενδυτή χωρίς αυτός να ελέγχει το μάνατζμεντ πολύ μικρή σημασία έχει καθώς το Δημόσιο θα συνεχίζει να ελέγχει το 34% των μετοχών και μέσω αυτού να ασκεί βέτο στη λήψη αποφάσεων στρατηγικής σημασίας. Ωστόσο η αναφορά στην ίδια πράξη, ότι το 49% των μετοχών της ΔΕΗ «διατίθεται μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς» δίνει σήμα στην αγορά για συγκέντρωση πακέτων η αξία των οποίων τη δεδομένη στιγμή, αν και όποτε αυτή έλθει, θα είναι σημαντική.
Βλέποντας και κάνοντας
Το «βλέποντας και κάνοντας» για τη ΔΕΗ και την αγορά επιβεβαιώνει η τελευταία παράγραφος της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία επιλέξει αναφέρει: «Εξουσιοδοτούμε από κοινού τον υπουργό Οικονομικών και τον υπουργό ΠΕΚΑ, να επιφέρουν τροποποιήσεις στο ανωτέρω Σχέδιο ή σε τμήματα αυτού, ιδίως όσον αφορά στον καθορισμό και στο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των επί μέρους φάσεων και σταδίων κάθε ενότητας» κλπ.
(Μ. Καϊταντζίδης, Euro2day)
kozan.gr