Πολλά χρόνια πριν, δημοσιεύθηκε στα ψιλά των εφημερίδων η είδηση με τον τίτλο: ΑΠΗΓΟΡΕΥΘΗ ΦΙΛΜ ΔΙΟΤΙ ΘΙΓΕΙ ΤΙΣ ΚΑΛΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΟΣ- ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ.
Στο δημοσίευμα αυτό διαβάζουμε τα εξής: Απηγορεύθη η συνέχισις της προβολής του «Τελευταίου των Κομιτατζήδων». Η ταινία ελληνικής παραγωγής προβάλλεται στους Αθηναϊκούς κινηματογράφους από της παρελθούσης Δευτέρας. Αναφερόμενο το φίλμ στην εγκληματική δραστηριότητα των Βουλγάρων εισβολέων κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αποσύρεται διότι εθεωρήθη ότι θίγει τις ομαλές – σήμερα – σχέσεις Ελλάδος και Βουλγαρίας. (Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ της 28-2-1970).
Κυρίες και κύριοι, οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των κρατών διαφοροποιούνται από καιρού εις καιρόν, σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες και τους διεθνείς συσχετισμούς. Τα σημαντικά όμως γεγονότα, τα οποία έχουν καταγραφεί από την ιστορία, δεν πρέπει να αποσιωπώνται. Δεν πρέπει να αγνοούμε ή να ξεχνούμε την ιστορία μας. Τα έθνη πρέπει να ενθυμούνται δια να διδάσκονται, έλεγε ο Θουκυδίδης. Και ο Λαμαρτίνος προσθέτει «Η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον».
ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Στα βάθη του παρελθόντος, ιδιαίτερα περί τον 7ον μ.Χ. αιώνα , έγινε ένα μεγάλο ιστορικό λάθος. Το λάθος αυτό έκαναν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι οποίοι επέτρεψαν ή έστω ανέχθηκαν την μόνιμη εγκατάσταση στις παραδουνάβιες περιοχές των σλαβικών φύλων, τα οποία στο παρελθόν επισκεπτόντουσαν σαν νομάδες την περιοχή. Τα φύλα αυτά δεν είχαν καμία φυλετική σχέση με το πελασγικό στοιχείο. Με το λάθος τους αυτό οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έθεσαν σε κίνδυνο την ίδια τους την βυζαντινή αυτοκρατορία.
Οι ιστορικές διεργασίες που επακολούθησαν, με κεντρικό άξονα μία ιδέα, την ιδέα του Πανσλαβισμού, δημιούργησαν τον από βορά κίνδυνο διά τον Ελληνισμό, ο οποίος κατέληξε στη δημιουργία του Μακεδονικού προβλήματος. Η μεθοδολογία του πανσλαβισμού βασίστηκε σε ένα μεγάλο και επιστημονικά μεθοδευμένο ψέμα, σε ότι αφορά την ιστορική φυλετική ταυτότητα των Μακεδόνων. Διά τον από βορά κίνδυνο πρώτος ύψωσε την φωνή του ο Ίων Δραγούμης λέγοντας τα εξής: «Από βοριά γενεές βαρβάρων θα πλακώνουν για να πλήξουν την ελληνική φύτρα. Έλληνες η φύτρα σας σε γης Ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φουντώνει. Γενεές κλεφτών ας στέκονται
παντοτινά σκοποί ακούραστοι στα σύνορα τα βορινά, για να αντρειεύουν οι Έλληνες, πολεμώντας με βαρβάρους και να φυλάγουν τα ελληνικά τα άγια χώματα». Αυτές είναι οι υποθήκες, που μας άφησε ο αγωνιστής των εθνικών μας δικαίων Ίων Δραγούμης, πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι την επίμαχη εποχή.
Σε άλλο σημείο ο Ίων Δραγούμης έλεγε: Μπορείς να πεις το οποιοδήποτε ψέμα. Πολλοί είναι αυτοί που θα το πιστέψουν. Αλλά και αυτοί που δεν θα το πιστέψουν, είναι πολύ δύσκολο να πείσουν τους άλλους περί του αντιθέτου. Για το ίδιο θέμα ο αρχιτέκτονας της προπαγάνδας του Γ” Ράιχ Γκαίμπελς είχε πει: Μπορείς να πεις το μεγαλύτερο ψέμα. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται με το λέγε λέγε κάτι στο τέλος θα μείνει, κάποιοι θα το πιστέψουν.
Τον κανόνα αυτόν εφαρμόσανε πιστά και μεθοδευμένα οι διεκδικηταί της Ελληνικής Μακεδονίας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους:
Από της εποχής του μεγάλου Πέτρου η Ρωσία προσανατολίζει την εξωτερική πολιτική της προς τα Βαλκάνια. Αποβλέπει στη διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο του Βυζαντίου, ενθυμούμενος τους μετ” αυτού συγγενικούς του δεσμούς. Οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί της, έχοντες σαν μόνο στήριγμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
εφαίνοντο στον μέγα Πέτρο εύκολος λεία για τους σκοπούς του. Πέραν αυτού οι σλαβικές φυλές, οι οποίες ευρίσκοντο στην Βαλκανική εμφάνιζαν επίσης πρόσφορο έδαφος, εφ” όσον θα εξωθούντο καταλλήλως να ενθυμηθούν την σλαβική καταγωγή τους. Τα όνειρα και η διαθήκη του μεγάλου Πέτρου, περί ιδρύσεως επί του Βοσπόρου ιδίας αυτοκρατορίας, υπήρξαν οι βάσεις της πολιτικής, την οποίαν ακολούθησαν όλοι οι μετά από αυτόν Ρώσοι αυτοκράτορες, έχοντες σαν μοναδικό σκοπό την κυριαρχία επί του Αιγαίου. Εμπόδιο για την πραγματοποίηση των σχεδίων των Ρώσων αυτοκρατόρων υπήρξε κατ” αρχήν η Τουρκία, αλλά αυτή εθεωρείτο από την τότε διπλωματία ως «ο μεγάλος ασθενής». Παράλληλο ενδιαφέρον είχαν επιδείξει και άλλαι τότε μεγάλαι ευρωπαϊκαί δυνάμεις, αλλ” αυταί αντιμετωπίζοντο διά διπλωματικών μεθοδεύσεων. Ο πλέον σημαντικός παράγων, τον οποίον επρόκειτο να αντιμετωπίσει ο ρωσικός επεκτατισμός στην περιοχή αυτή, υπήρξε ο Ελληνισμός, ο οποίος ανετράφη και εμεγαλούργησε εκεί επί τέσσερις και πλέον χιλιετίες.
Είχε πολιτισμόν, ιστορίαν, δυναμισμόν. Υφίστατο αυθύπαρκτος ακόμη και υπό την οθωμανική αυτοκρατορία, ως η πλέον υπολογίσιμος δύναμις, δια των προνομίων του Οικουμενικού Πατριάρχου, του οποίου η δικαιοδοσία περιελάμβανε όλας τας Χριστιανικός φυλάς της Βαλκανικής, οι οποίοι απεκάλουν εαυτούς «Χριστιανούς» χωρίς άλλην ιδιαιτερότητα της καταγωγής των.
Στόχος επομένως της ρωσικής διπλωματίας ήταν να προσεταιρισθεί τον Ελληνισμόν και να αφυπνίσει τον εθνισμόν των σλαβικών φύλων, τα οποία θα χρησιμοποιούσε σαν όργανα του, διότι η απ” ευθείας δράσις της Ρωσίας θα προκαλούσε την αντίδραση των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων. Έτσι τίθενται εις ενέργεια οι προφητείες του Αγαθαγγέλου περί απελευθερώσεως των Ελλήνων από το ξανθό γένος του βορά. Ανακαλύπτεται βουλγαρικό έθνος, ενίοτε και σερβικό, και συνδέεται η ιστορία των με την Ρωσική. Δημιουργείται κατ” αυτόν τον τρόπον σλαβική εθνότητα και ταυτοχρόνως η πανσλαβική ιδέα μεταβαπτίζει πολύ ενωρίς την Κωνσταντινούπολη σε «Τσάριγκραντ».
Η ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνισμού στρέφεται από την Ρωσία κατά του Ελληνισμού. Οι Βούλγαροι εξωθούνται να πιστεύουν ότι η ένδοξος φυλή των περιέπεσε στην κατάσταση της ουσιαστικής ανυπαρξίας εξ αιτίας των Ελλήνων, οι οποίοι κατηγορούντο ότι τους εξεμεταλεύοντο δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έπρεπε να δημιουργήσει σλάβους του Νότου, τους οποίους να έχει υποχείριους, εναλλάσουσα τις προτιμήσεις της μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας, σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες.
Ο Πανσλαβισμός, κυοφορούμενος από μακρού μεταξύ των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων της Ρωσίας, τείνει να λάβει συνείδηση εαυτού, χωρίς έκδηλο όμως και συγκεκριμένο περιεχόμενο και πρόγραμμα. Ενδιαφέρεται διά την ανατολική
Μεσόγειο, οραματίζεται την Κωνσταντινούπολη σαν έδρα της αυτοκρατορίας, βλέπει προς Νότον και κινείται προς τα εκεί ακαθορίστως εισέτι.
Η πολιτική διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου κατέστη το ευαγγέλιο των Ρώσων οραματιστών του πανσλαβισμού και ιδία επί της πολυπράγμονος αυτοκρατείρας Αικατερίνης, η οποία αναλαμβάνει, με την διακρίνουσαν αυτήν δραστηριότητα και την υπερφύαλον φιλοδοξία της, να δώσει σάρκα και οστά εις το πανσλαβιστικό πρόγραμμα. Το 1770 προτρέπει εις εξέγερση τους Έλληνες και τους Μαυροβουνίους, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό κατά της Τουρκίας, η οποία της είχε κηρύξει τον πόλεμο, πραγματοποιεί περίλαμπρο ταξίδι στην Κριμαία και την Οδησσό και δίδει εντολή να ανεγερθεί στην Χερσώνα θριαμβευτική αψίδα, επί της οποίας, με προσωπική της εντολή ανεγράφει Ελληνιστί: «Εντεύθεν άγει η οδός εις Κωνσταντινούπολην».
Με κινούντα μοχλόν τον πανσλαβιστή πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη στρατηγό Ιγνάτιεφ, συγκροτούνται εντός της Βουλγαρίας και στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Μακεδονία επαναστατικαί οργανώσεις, γνωσταί ως Κομιτάτα των Σεντραλιστών και Βερχοβιστών. Αυτά συνεργαζόμενα ή διαφωνούντα κατά καιρούς μεταξύ των, συνεπεία εσωτερικών αντιζηλιών και ερίδων, στο τέλος ενώθηκαν εις την περίφημον
B.M.R.O. (Εσωτερικήν Μακεδονικήν Επαναστατικήν Οργάνωσιν) ή I.M.R.O. στην Αγγλική (Internal Macedonian Revolutionary Organization). Σκοπός των οργανώσεων αυτών ήταν η διά υπούλου καταστροφικής δράσεως και δραστικής προπαγάνδας, περί τον Ελληνικόν Μακεδονικόν χώρσν, να αλλοιώσουν την εθνολογικήν σύνθεσιν του πληθυσμού, εξαφανίζοντας το Ελληνικό στοιχείο «διά πυρός και σιδήρου», με απώτερο σκοπό να διευκολύνουν την σλαβική πολιτική περί εξόδου εις την Μεσόγειον. Όργανά τους οι απαισίας μνήμης Κομιτατζήδες.
Μερικοί μίλησαν περί «Οχράνα», αλλά οργάνωση Οχράνα ουδέποτε ενεφανίσθη ή εδραστηριοποιήθη στον Μακεδονικό χώρο. Οχράνα ονομαζότανε η μυστική υπηρεσία ασφαλείας της τσαρικής Ρωσίας.
Τα ονειροπολήματα των πανσλαβιστών, από την στιγμή που έγιναν σχέδια της ρωσικής διπλωματίας, υπήρξαν το ωθούν κίνητρο εις την καλλιέργεια της μεγάλης Βουλγαρικής ιδέας και της έμμονης διαπαιδαγώγησης ολοκλήρου του σλαβικού κόσμου.
Η πρώτη προσπάθεια αφυπνίσεως των Βουλγάρων πραγματοποιείται το1765. Το έτος αυτό ο εξ Αγίου Όρους μοναχός Παΐσιος, από καιρού διαμένων εις Μόσχαν, εξωθείται, υπό το πνεύμα των ανωτέρω κατευθύνσεων, στη συγγραφή βιβλίου με τον τίτλο «Η ιστορία των Τσάρων και των Αγίων της Βουλγαρίας». Με το βιβλίο του αυτό ο Παΐσιος επιδίωκε να αναζωπυρώσει το
φρόνημα των Βουλγάρων, προπαρασκευάζοντας έτσι την αναγέννηση του Βουλγαρικού έθνους. Ο Παΐσιος υποστηρίζει ότι ο Βούλγαρος αγνοώντας ότι ανήκει εις το ενδοξότατο των σλαβικών φύλων, εγκατέλειψε την γλώσσα του, τα έθιμα, τις παραδόσεις. Θρηνεί διά την πτώση του Βουλγαρικού έθνους και φωνάζει ότι είναι καιρός να ανανήψει και να διεκδικήσει τα εθνικά του δίκαια και να αναλάβει την αρχαία αυτού εύκλεια και ιστορική οντότητα.
Η Ρωσία, αφού εστράφη εξ ολοκλήρου προς τους σλάβους του Νότου και ίδρυσε τα πανσλαβικά κομιτάτα, τα οποία χρηματοδοτεί αφειδώς, ιδρύει από των αρχών του 19ου αιώνος σλαβικά σχολεία, ακαδημίες και ιεροδιδασκαλεία στη Μόσχα, στην Οδησσό, στο Ζάγκρεμπ και στο Βελιγράδι. Στα σχολεία αυτά προσλαμβάνονται και φοιτούν δωρεάν νέοι σλαβικής καταγωγής, ιδίως εκ της παλαιάς Βουλγαρίας. Ήταν ανάγκη δι” αυτών να αφυπνιστούν πάση θυσία οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατήχοντο από βαθύ λήθαργο και ουδόλως συνεκινήθησαν ούτε από την Σερβική εξέγερση του 1806, ούτε από την Ελληνική επανάσταση του 1821. Ήταν όμως ανάγκη να προπαρασκευασθεί και η διεθνής κοινή γνώμη περί της υπάρξεως Βουλγαρικής εθνότητος. Η πανσλαβική προπαγάνδα εστράφει πολύ ενωρίς και προς την Ευρώπη, στην οποία επιζήτησε να δημιουργήσει ευμενές κλίμα. Επιδίωξε ιδίως να παραπλανήσει πολιτικούς άνδρας, κοινωνιολόγους και συγγραφείς, κατά
πρότιστον δε λόγον εκδότας εφημερίδων και περιοδικών και απλούς δημοσιογράφους. Πολλά πρόσωπα της κατηγορίας αυτής εξηγοράσθησαν αδρότατα. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες περιπτώσεις: Το 1840 ο διακεκριμένος Γάλλος οικονομολόγος Blanqui, αποσταλείς από την κυβέρνησή του να περιέλθει την ευρωπαϊκή Τουρκία και να την πληροφορήσει περί αυτής, υπέπεσε εις την πλεκτάνη της Βουλγαρικής προπαγάνδας και εις την έκθεσή του έγραψε μεταξύ των άλλων: α. Αι τρείς επαρχίαι Θράκη, Μακεδονία και Αλβανία δεν έχουν σύνορα με την Βουλγαρία, όπως ανακριβώς γράφουν οι γεωγράφοι, αλλά είναι πράγματι Βουλγαρικαί, β. Η Βουλγαρική φυλή είναι ο πυρήνας του Μακεδονικού πληθυσμού. Τόσος δε είναι ο Βουλγαρικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης ώστε αυτή να θεωρείται Βουλγαρική πόλις. Με Ρωσική επιχωρήγηση αρχίζει η έκδοση βιβλίων σε ξένες γλώσσες. Το 1842 ο σλάβος συγγραφέας Schaparilc εδημοσίευσε «Σλαβικήν Εθνογραφίαν», εις την οποία περιέλαβε θρύλους περί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίον ονόμαζε «Τέκνον της Βουλγαρίας». Λίγο αργότερα ο ανεψιός του Jirezek, καθηγητής του πανεπιστημίου της Πράγας, έγραψε στην Γαλλική και Γερμανική γλώσσα ανάλογα ιστορήματα. Κατά τους ίδιους χρόνους (1859) οι Βούλγαροι Rakovslcy και Berkovicz έγραψαν περί της καταγωγής των Βουλγάρων, ανάγοντες αυτήν στους Πελασγούς.
Αυτοί επεκτείνοντες τις μελέτες των στους προϊστορικούς χρόνους της μεταναστεύσεως των Αρίων, γράφουν εις την Βουλγαρικήν, Γαλλικήν και Γερμανικήν γλώσσαν, ψευδείς συλλογάς προϊστορικών δήθεν ασμάτων των πρώτων Βουλγάρων οικιστών περί την Ροδόπην, τους οποίους και συνδέουν με τον μυθικόν Ορφέα, προβάλλοντας έτσι τους Βουλγάρους ως τους πρώτους οικιστάς της Βαλκανικής. Τα χονδροειδή αυτά ψευδολογήματα προδιέθεταν την διεθνή κοινή γνώμη, διότι ο κάθε μελετητής δεν είναι εις θέσιν να ελέγχει τις ιστορικές απάτες. Πέραν αυτού τα βιβλία αυτά διατιθέμενα δωρεάν στους χωρικούς, δημιουργούσαν εις αυτούς συναίσθηση της εθνικής Βουλγαρικής υπάρξεώς των και εγωισμό από την δήθεν αρχαία καταγωγή και δύναμη της σλαβικής φυλής. Ο Γάλλος Leger, γνώστης της ιστορίας των ανατολικών λαών, τόσον εξανέστη από τις κακοήθεις αυτές εκδόσεις, ώστε επετέθη κατά της συγγραφής αυτής από των στηλών του Γαλλικού τόπου, χαρακτηρίζοντας αυτές κακοήθεις, ως παραποιούσας την ιστορίαν κατά τρόπον αναίσχυντον και ιδιαίτερα για τον Berkovicz έγραψε ότι ούτος ηπάτησε και ηπατήθη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤ. ΣΑΜΠΑΝΗΣ
Στρατηγός ε.α.
Επίτιμος Υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.
Επιμέλεια ηλεκτρονικού συστήματος κυκλοφορίας άρθρου
Αντώνης Γρυπαίος
Διεθνολόγος-Αρθρογράφος
Συνεχίζεται …
Κυρίες και κύριοι, οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των κρατών διαφοροποιούνται από καιρού εις καιρόν, σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες και τους διεθνείς συσχετισμούς. Τα σημαντικά όμως γεγονότα, τα οποία έχουν καταγραφεί από την ιστορία, δεν πρέπει να αποσιωπώνται. Δεν πρέπει να αγνοούμε ή να ξεχνούμε την ιστορία μας. Τα έθνη πρέπει να ενθυμούνται δια να διδάσκονται, έλεγε ο Θουκυδίδης. Και ο Λαμαρτίνος προσθέτει «Η ιστορία διδάσκει τα πάντα, ακόμα και το μέλλον».
ΠΑΝΣΛΑΒΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Στα βάθη του παρελθόντος, ιδιαίτερα περί τον 7ον μ.Χ. αιώνα , έγινε ένα μεγάλο ιστορικό λάθος. Το λάθος αυτό έκαναν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες, οι οποίοι επέτρεψαν ή έστω ανέχθηκαν την μόνιμη εγκατάσταση στις παραδουνάβιες περιοχές των σλαβικών φύλων, τα οποία στο παρελθόν επισκεπτόντουσαν σαν νομάδες την περιοχή. Τα φύλα αυτά δεν είχαν καμία φυλετική σχέση με το πελασγικό στοιχείο. Με το λάθος τους αυτό οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έθεσαν σε κίνδυνο την ίδια τους την βυζαντινή αυτοκρατορία.
Οι ιστορικές διεργασίες που επακολούθησαν, με κεντρικό άξονα μία ιδέα, την ιδέα του Πανσλαβισμού, δημιούργησαν τον από βορά κίνδυνο διά τον Ελληνισμό, ο οποίος κατέληξε στη δημιουργία του Μακεδονικού προβλήματος. Η μεθοδολογία του πανσλαβισμού βασίστηκε σε ένα μεγάλο και επιστημονικά μεθοδευμένο ψέμα, σε ότι αφορά την ιστορική φυλετική ταυτότητα των Μακεδόνων. Διά τον από βορά κίνδυνο πρώτος ύψωσε την φωνή του ο Ίων Δραγούμης λέγοντας τα εξής: «Από βοριά γενεές βαρβάρων θα πλακώνουν για να πλήξουν την ελληνική φύτρα. Έλληνες η φύτρα σας σε γης Ελληνική γεννιέται, ξεφυτρώνει, θεριεύει και φουντώνει. Γενεές κλεφτών ας στέκονται
παντοτινά σκοποί ακούραστοι στα σύνορα τα βορινά, για να αντρειεύουν οι Έλληνες, πολεμώντας με βαρβάρους και να φυλάγουν τα ελληνικά τα άγια χώματα». Αυτές είναι οι υποθήκες, που μας άφησε ο αγωνιστής των εθνικών μας δικαίων Ίων Δραγούμης, πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι την επίμαχη εποχή.
Σε άλλο σημείο ο Ίων Δραγούμης έλεγε: Μπορείς να πεις το οποιοδήποτε ψέμα. Πολλοί είναι αυτοί που θα το πιστέψουν. Αλλά και αυτοί που δεν θα το πιστέψουν, είναι πολύ δύσκολο να πείσουν τους άλλους περί του αντιθέτου. Για το ίδιο θέμα ο αρχιτέκτονας της προπαγάνδας του Γ” Ράιχ Γκαίμπελς είχε πει: Μπορείς να πεις το μεγαλύτερο ψέμα. Όσο απίστευτο και αν φαίνεται με το λέγε λέγε κάτι στο τέλος θα μείνει, κάποιοι θα το πιστέψουν.
Τον κανόνα αυτόν εφαρμόσανε πιστά και μεθοδευμένα οι διεκδικηταί της Ελληνικής Μακεδονίας.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους:
Από της εποχής του μεγάλου Πέτρου η Ρωσία προσανατολίζει την εξωτερική πολιτική της προς τα Βαλκάνια. Αποβλέπει στη διαδοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θεωρώντας τον εαυτό του κληρονόμο του Βυζαντίου, ενθυμούμενος τους μετ” αυτού συγγενικούς του δεσμούς. Οι ορθόδοξοι χριστιανικοί πληθυσμοί της, έχοντες σαν μόνο στήριγμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
εφαίνοντο στον μέγα Πέτρο εύκολος λεία για τους σκοπούς του. Πέραν αυτού οι σλαβικές φυλές, οι οποίες ευρίσκοντο στην Βαλκανική εμφάνιζαν επίσης πρόσφορο έδαφος, εφ” όσον θα εξωθούντο καταλλήλως να ενθυμηθούν την σλαβική καταγωγή τους. Τα όνειρα και η διαθήκη του μεγάλου Πέτρου, περί ιδρύσεως επί του Βοσπόρου ιδίας αυτοκρατορίας, υπήρξαν οι βάσεις της πολιτικής, την οποίαν ακολούθησαν όλοι οι μετά από αυτόν Ρώσοι αυτοκράτορες, έχοντες σαν μοναδικό σκοπό την κυριαρχία επί του Αιγαίου. Εμπόδιο για την πραγματοποίηση των σχεδίων των Ρώσων αυτοκρατόρων υπήρξε κατ” αρχήν η Τουρκία, αλλά αυτή εθεωρείτο από την τότε διπλωματία ως «ο μεγάλος ασθενής». Παράλληλο ενδιαφέρον είχαν επιδείξει και άλλαι τότε μεγάλαι ευρωπαϊκαί δυνάμεις, αλλ” αυταί αντιμετωπίζοντο διά διπλωματικών μεθοδεύσεων. Ο πλέον σημαντικός παράγων, τον οποίον επρόκειτο να αντιμετωπίσει ο ρωσικός επεκτατισμός στην περιοχή αυτή, υπήρξε ο Ελληνισμός, ο οποίος ανετράφη και εμεγαλούργησε εκεί επί τέσσερις και πλέον χιλιετίες.
Είχε πολιτισμόν, ιστορίαν, δυναμισμόν. Υφίστατο αυθύπαρκτος ακόμη και υπό την οθωμανική αυτοκρατορία, ως η πλέον υπολογίσιμος δύναμις, δια των προνομίων του Οικουμενικού Πατριάρχου, του οποίου η δικαιοδοσία περιελάμβανε όλας τας Χριστιανικός φυλάς της Βαλκανικής, οι οποίοι απεκάλουν εαυτούς «Χριστιανούς» χωρίς άλλην ιδιαιτερότητα της καταγωγής των.
Στόχος επομένως της ρωσικής διπλωματίας ήταν να προσεταιρισθεί τον Ελληνισμόν και να αφυπνίσει τον εθνισμόν των σλαβικών φύλων, τα οποία θα χρησιμοποιούσε σαν όργανα του, διότι η απ” ευθείας δράσις της Ρωσίας θα προκαλούσε την αντίδραση των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων. Έτσι τίθενται εις ενέργεια οι προφητείες του Αγαθαγγέλου περί απελευθερώσεως των Ελλήνων από το ξανθό γένος του βορά. Ανακαλύπτεται βουλγαρικό έθνος, ενίοτε και σερβικό, και συνδέεται η ιστορία των με την Ρωσική. Δημιουργείται κατ” αυτόν τον τρόπον σλαβική εθνότητα και ταυτοχρόνως η πανσλαβική ιδέα μεταβαπτίζει πολύ ενωρίς την Κωνσταντινούπολη σε «Τσάριγκραντ».
Η ανάπτυξη του βουλγαρικού εθνισμού στρέφεται από την Ρωσία κατά του Ελληνισμού. Οι Βούλγαροι εξωθούνται να πιστεύουν ότι η ένδοξος φυλή των περιέπεσε στην κατάσταση της ουσιαστικής ανυπαρξίας εξ αιτίας των Ελλήνων, οι οποίοι κατηγορούντο ότι τους εξεμεταλεύοντο δια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έπρεπε να δημιουργήσει σλάβους του Νότου, τους οποίους να έχει υποχείριους, εναλλάσουσα τις προτιμήσεις της μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας, σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες.
Ο Πανσλαβισμός, κυοφορούμενος από μακρού μεταξύ των ανωτέρων πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων της Ρωσίας, τείνει να λάβει συνείδηση εαυτού, χωρίς έκδηλο όμως και συγκεκριμένο περιεχόμενο και πρόγραμμα. Ενδιαφέρεται διά την ανατολική
Μεσόγειο, οραματίζεται την Κωνσταντινούπολη σαν έδρα της αυτοκρατορίας, βλέπει προς Νότον και κινείται προς τα εκεί ακαθορίστως εισέτι.
Η πολιτική διαθήκη του Μεγάλου Πέτρου κατέστη το ευαγγέλιο των Ρώσων οραματιστών του πανσλαβισμού και ιδία επί της πολυπράγμονος αυτοκρατείρας Αικατερίνης, η οποία αναλαμβάνει, με την διακρίνουσαν αυτήν δραστηριότητα και την υπερφύαλον φιλοδοξία της, να δώσει σάρκα και οστά εις το πανσλαβιστικό πρόγραμμα. Το 1770 προτρέπει εις εξέγερση τους Έλληνες και τους Μαυροβουνίους, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό κατά της Τουρκίας, η οποία της είχε κηρύξει τον πόλεμο, πραγματοποιεί περίλαμπρο ταξίδι στην Κριμαία και την Οδησσό και δίδει εντολή να ανεγερθεί στην Χερσώνα θριαμβευτική αψίδα, επί της οποίας, με προσωπική της εντολή ανεγράφει Ελληνιστί: «Εντεύθεν άγει η οδός εις Κωνσταντινούπολην».
Με κινούντα μοχλόν τον πανσλαβιστή πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη στρατηγό Ιγνάτιεφ, συγκροτούνται εντός της Βουλγαρίας και στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Μακεδονία επαναστατικαί οργανώσεις, γνωσταί ως Κομιτάτα των Σεντραλιστών και Βερχοβιστών. Αυτά συνεργαζόμενα ή διαφωνούντα κατά καιρούς μεταξύ των, συνεπεία εσωτερικών αντιζηλιών και ερίδων, στο τέλος ενώθηκαν εις την περίφημον
B.M.R.O. (Εσωτερικήν Μακεδονικήν Επαναστατικήν Οργάνωσιν) ή I.M.R.O. στην Αγγλική (Internal Macedonian Revolutionary Organization). Σκοπός των οργανώσεων αυτών ήταν η διά υπούλου καταστροφικής δράσεως και δραστικής προπαγάνδας, περί τον Ελληνικόν Μακεδονικόν χώρσν, να αλλοιώσουν την εθνολογικήν σύνθεσιν του πληθυσμού, εξαφανίζοντας το Ελληνικό στοιχείο «διά πυρός και σιδήρου», με απώτερο σκοπό να διευκολύνουν την σλαβική πολιτική περί εξόδου εις την Μεσόγειον. Όργανά τους οι απαισίας μνήμης Κομιτατζήδες.
Μερικοί μίλησαν περί «Οχράνα», αλλά οργάνωση Οχράνα ουδέποτε ενεφανίσθη ή εδραστηριοποιήθη στον Μακεδονικό χώρο. Οχράνα ονομαζότανε η μυστική υπηρεσία ασφαλείας της τσαρικής Ρωσίας.
Τα ονειροπολήματα των πανσλαβιστών, από την στιγμή που έγιναν σχέδια της ρωσικής διπλωματίας, υπήρξαν το ωθούν κίνητρο εις την καλλιέργεια της μεγάλης Βουλγαρικής ιδέας και της έμμονης διαπαιδαγώγησης ολοκλήρου του σλαβικού κόσμου.
Η πρώτη προσπάθεια αφυπνίσεως των Βουλγάρων πραγματοποιείται το1765. Το έτος αυτό ο εξ Αγίου Όρους μοναχός Παΐσιος, από καιρού διαμένων εις Μόσχαν, εξωθείται, υπό το πνεύμα των ανωτέρω κατευθύνσεων, στη συγγραφή βιβλίου με τον τίτλο «Η ιστορία των Τσάρων και των Αγίων της Βουλγαρίας». Με το βιβλίο του αυτό ο Παΐσιος επιδίωκε να αναζωπυρώσει το
φρόνημα των Βουλγάρων, προπαρασκευάζοντας έτσι την αναγέννηση του Βουλγαρικού έθνους. Ο Παΐσιος υποστηρίζει ότι ο Βούλγαρος αγνοώντας ότι ανήκει εις το ενδοξότατο των σλαβικών φύλων, εγκατέλειψε την γλώσσα του, τα έθιμα, τις παραδόσεις. Θρηνεί διά την πτώση του Βουλγαρικού έθνους και φωνάζει ότι είναι καιρός να ανανήψει και να διεκδικήσει τα εθνικά του δίκαια και να αναλάβει την αρχαία αυτού εύκλεια και ιστορική οντότητα.
Η Ρωσία, αφού εστράφη εξ ολοκλήρου προς τους σλάβους του Νότου και ίδρυσε τα πανσλαβικά κομιτάτα, τα οποία χρηματοδοτεί αφειδώς, ιδρύει από των αρχών του 19ου αιώνος σλαβικά σχολεία, ακαδημίες και ιεροδιδασκαλεία στη Μόσχα, στην Οδησσό, στο Ζάγκρεμπ και στο Βελιγράδι. Στα σχολεία αυτά προσλαμβάνονται και φοιτούν δωρεάν νέοι σλαβικής καταγωγής, ιδίως εκ της παλαιάς Βουλγαρίας. Ήταν ανάγκη δι” αυτών να αφυπνιστούν πάση θυσία οι Βούλγαροι, οι οποίοι κατήχοντο από βαθύ λήθαργο και ουδόλως συνεκινήθησαν ούτε από την Σερβική εξέγερση του 1806, ούτε από την Ελληνική επανάσταση του 1821. Ήταν όμως ανάγκη να προπαρασκευασθεί και η διεθνής κοινή γνώμη περί της υπάρξεως Βουλγαρικής εθνότητος. Η πανσλαβική προπαγάνδα εστράφει πολύ ενωρίς και προς την Ευρώπη, στην οποία επιζήτησε να δημιουργήσει ευμενές κλίμα. Επιδίωξε ιδίως να παραπλανήσει πολιτικούς άνδρας, κοινωνιολόγους και συγγραφείς, κατά
πρότιστον δε λόγον εκδότας εφημερίδων και περιοδικών και απλούς δημοσιογράφους. Πολλά πρόσωπα της κατηγορίας αυτής εξηγοράσθησαν αδρότατα. Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες περιπτώσεις: Το 1840 ο διακεκριμένος Γάλλος οικονομολόγος Blanqui, αποσταλείς από την κυβέρνησή του να περιέλθει την ευρωπαϊκή Τουρκία και να την πληροφορήσει περί αυτής, υπέπεσε εις την πλεκτάνη της Βουλγαρικής προπαγάνδας και εις την έκθεσή του έγραψε μεταξύ των άλλων: α. Αι τρείς επαρχίαι Θράκη, Μακεδονία και Αλβανία δεν έχουν σύνορα με την Βουλγαρία, όπως ανακριβώς γράφουν οι γεωγράφοι, αλλά είναι πράγματι Βουλγαρικαί, β. Η Βουλγαρική φυλή είναι ο πυρήνας του Μακεδονικού πληθυσμού. Τόσος δε είναι ο Βουλγαρικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης ώστε αυτή να θεωρείται Βουλγαρική πόλις. Με Ρωσική επιχωρήγηση αρχίζει η έκδοση βιβλίων σε ξένες γλώσσες. Το 1842 ο σλάβος συγγραφέας Schaparilc εδημοσίευσε «Σλαβικήν Εθνογραφίαν», εις την οποία περιέλαβε θρύλους περί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίον ονόμαζε «Τέκνον της Βουλγαρίας». Λίγο αργότερα ο ανεψιός του Jirezek, καθηγητής του πανεπιστημίου της Πράγας, έγραψε στην Γαλλική και Γερμανική γλώσσα ανάλογα ιστορήματα. Κατά τους ίδιους χρόνους (1859) οι Βούλγαροι Rakovslcy και Berkovicz έγραψαν περί της καταγωγής των Βουλγάρων, ανάγοντες αυτήν στους Πελασγούς.
Αυτοί επεκτείνοντες τις μελέτες των στους προϊστορικούς χρόνους της μεταναστεύσεως των Αρίων, γράφουν εις την Βουλγαρικήν, Γαλλικήν και Γερμανικήν γλώσσαν, ψευδείς συλλογάς προϊστορικών δήθεν ασμάτων των πρώτων Βουλγάρων οικιστών περί την Ροδόπην, τους οποίους και συνδέουν με τον μυθικόν Ορφέα, προβάλλοντας έτσι τους Βουλγάρους ως τους πρώτους οικιστάς της Βαλκανικής. Τα χονδροειδή αυτά ψευδολογήματα προδιέθεταν την διεθνή κοινή γνώμη, διότι ο κάθε μελετητής δεν είναι εις θέσιν να ελέγχει τις ιστορικές απάτες. Πέραν αυτού τα βιβλία αυτά διατιθέμενα δωρεάν στους χωρικούς, δημιουργούσαν εις αυτούς συναίσθηση της εθνικής Βουλγαρικής υπάρξεώς των και εγωισμό από την δήθεν αρχαία καταγωγή και δύναμη της σλαβικής φυλής. Ο Γάλλος Leger, γνώστης της ιστορίας των ανατολικών λαών, τόσον εξανέστη από τις κακοήθεις αυτές εκδόσεις, ώστε επετέθη κατά της συγγραφής αυτής από των στηλών του Γαλλικού τόπου, χαρακτηρίζοντας αυτές κακοήθεις, ως παραποιούσας την ιστορίαν κατά τρόπον αναίσχυντον και ιδιαίτερα για τον Berkovicz έγραψε ότι ούτος ηπάτησε και ηπατήθη.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤ. ΣΑΜΠΑΝΗΣ
Στρατηγός ε.α.
Επίτιμος Υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.
Επιμέλεια ηλεκτρονικού συστήματος κυκλοφορίας άρθρου
Αντώνης Γρυπαίος
Διεθνολόγος-Αρθρογράφος
Συνεχίζεται …