Παρουσίαση: MoneyShow 2014 – Θεσσαλονίκη
HyattRegency– Αίθουσα ΕΦΕΣΟΣ ΙΙ
Κυριακή 30 Μαρτίου 2014 – 12:00 έως 2:00 μμ
Ποιά ήταν η εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης του “μέσου εισοδήματος” στην τελευταία 50ετία (περίοδος 1964-2013) στην Ελλάδα για τους μισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελματίες;HyattRegency– Αίθουσα ΕΦΕΣΟΣ ΙΙ
Κυριακή 30 Μαρτίου 2014 – 12:00 έως 2:00 μμ
Υφίσταται υπερφορολόγηση για την κατηγορία των ελεύθερων επαγγελματιών, σε σχέση με τους μισθωτούς και αν υφίσταται, πώς εξελίχθηκε αυτή κατά το παρακάτω χρονικό διάστημα;
Αυτά είναι δύο από τα ζητήματα που εξετάζει μελέτη του Συλλόγου “Έλληνες Φορολογούμενοι” με τίτλο “Η Φορολογία Εισοδήματος στην Ελλάδα”, η οποία αποτελεί τμήμα της ευρύτερης μελέτης με τίτλο «Το Πρόβλημα της Φορολογίας στην Ελλάδα».
Το συγκεκριμένο τμήμα της μελέτης βασίστηκε στον “μέσο ετήσιο μισθό”, όπως αυτός υπολογίζεται από τις υπηρεσίες της Eurostat. Για τον υπολογισμό του “καθαρού μέσου ετήσιου μισθού”, λήφθηκαν υπ'όψη οι δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτές ίσχυαν κάθε έτος της εξεταζόμενης περιόδου. Το φορολογητέο εισόδημα και ο καταλογιζόμενος φόρος προσδιορίστηκαν με βάση την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και τις ισχύουσες φορολογικές κλίμακες.
Υποθέσεις εργασίας:
1) Στο παράδειγμά μας, συγκρίνουμε έναν μισθωτό που, μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών, έχει ακριβώς το ίδιο (καθαρό) εισόδημα με έναν ελεύθερο επαγγελματία, από το εισόδημα του οποίου έχουν επίσης αφαιρεθεί οι ασφαλιστικές εισφορές προς το ταμείο στο οποίο ανήκει.
2) Θεωρούμε ότι ο εργαζόμενος είναι έγγαμος, με ένα παιδί και αμείβεται με το “μέσο” μισθό.
3) Θεωρούμε ότι πέραν από τις βασικές φοροελαφρύνσεις (φοροελάφρυνση ή απαλλαγή φόρου για το φορολογούμενο, τη σύζυγο και το παιδί και δαπάνες για αγορές βασικών αγαθών) δεν υπάρχουν άλλου είδους ελαφρύνσεις απ'αυτές που συχνά προβλέπει ο νόμος. Καθ'ότι όμως η υπόθεση αυτή είναι αρκετά απλουστευτική, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι, στην πραγματικότητα, σε μερικά από τα χρόνια που εξετάζουμε, η τελική φορολογική επιβάρυνση να είναι ελαφρά χαμηλότερη.
4) Λαμβάνουμε υπ'όψη μας το “τέλος επιτηδεύματος” (για την περίοδο 2011-2013) και τον θεωρούμε ως φόρο που καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, με την αντίστοιχη επίπτωση στη φορολογική επιβάρυνσή τους.
Η εξέλιξη της φορολογικής επιβάρυνσης μέσα στο χρόνο: Η φορολογική επιβάρυνση του εισοδήματος εξελίχθηκε σημαντικά στα τελευταία 50 χρόνια.
- Έως και το 1975 κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα (0,1% έως 0,9% για τους μισθωτούς και 0,3% έως 2,0% για τους ελεύθερους επαγγελματίες). Αυτό είναι φυσιολογικό, αφού τα εισοδήματα της εργασίας είναι ακόμη χαμηλά, ενώ η φορολογική πολιτική του κράτους εξακολουθεί να βασίζεται κυρίως στους έμμεσους φόρους. Άλλωστε, την περίοδο εκείνη, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος ήταν μόλις το 10% έως 13% των συνολικών εσόδων του Προϋπολογισμού. Από το 1975 ξεκινάει η φάση αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης. Στην περιόδο 1976-1980, η επιβάρυνση κυμαίνεται μεταξύ 1,5% και 5,7% για τους μισθωτούς και μεταξύ 3,0% και 10,5% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Περίοδος | Καθαρό Μέσο Ετήσιο Εισόδημα | ΜΙΣΘΩΤΟΙ | ΕΛ. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ | ||
Φόρος Μισθωτών | Φορολoγική Επιβάρυνση (%) | Φόρος Ελεύθ. Επαγγελματιών | Φορολoγική Επιβάρυνση (%) | ||
1964-1970 | 49.167 | 236 | 0,5% | 374 | 0,8% |
1971-1980 | 155.517 | 4.808 | 3,1% | 8.613 | 5,5% |
1981-1990 | 943.458 | 75.891 | 8,0% | 145.207 | 15,4% |
1991-2000 | 3.557.577 | 120.466 | 3,4% | 144.326 | 4,1% |
2001-2010 | 20.081 | 2.084 | 10,4% | 2.280 | 11,4% |
2011-2013 | 20.620 | 2.875 | 13,9% | 4.433 | 21,5% |
Σημείωση: Η μέση φορολογική επιβάρυνση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο του εισοδήματος
και του αναλογούντος φόρου κάθε περιόδου.
και του αναλογούντος φόρου κάθε περιόδου.
- Η φορολογική επιβάρυνση μεταβλήθηκε σημαντικά και σταθεροποιήθηκε σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, όταν ο πληθωρισμός, η επέκταση του Κράτους και η ελλειμματικότητα των Προϋπολογισμών επέβαλλαν την αύξηση της φορολόγησης. Κατά τη δεκαετία αυτή, η φορολογική επιβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 8,0% για τους μισθωτούς και σε 15,4% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα εκείνης της περιόδου, οι φορολογικοί συντελεστές μειώθηκαν σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και διατηρήθηκαν χαμηλοί καθ'όλη τη διάρκειά της. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η φορολογική επβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 3,4% για τους μισθωτούς και στο 4,1% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Παρά τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα εκείνης της περιόδου, οι φορολογικοί συντελεστές μειώθηκαν σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και διατηρήθηκαν χαμηλοί καθ'όλη τη διάρκειά της. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η φορολογική επβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 3,4% για τους μισθωτούς και στο 4,1% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Καθ'όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 διατηρήθηκαν σε επίπεδα πάνω από το 10%, χωρίς έντονες αυξομειώσεις, ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ της φορολογίας μισθωτών και της φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών. Στην περίοδο αυτή, η φορολογική επιβάρυνση του μέσου εισοδήματος έφθασε στο 10,4% για τους μισθωτούς και στο 11,4% για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
- Η φορολογία “εκτοξεύθηκε” σε δυσθεώρητα ύψη μεταξύ των ετών 2011 και 2013, ενώ επανέρχεται η διαφοροποίηση στη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ μισθωτών ελευθέρων επαγγελματιών (η μέση φορολογική επιβάρυνση φθάνει στο 13,9% για τους μισθωτούς και στο 21,5% για τους ελεύθερους επαγγελματίες).
Μισθωτοί – Ελεύθεροι Επαγγελματίες: Εξέλιξη της διαφοράς της φορολογικής επιβάρυνσης:Με τη σχέση αυτή μετράμε το ποσοστό κατά το οποίο οι ελεύθεροι επαγγελματίες πληρώνουν αυξημένους φόρους σε σχέση με τους μισθωτούς, για ισόποσο εισόδημα.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1964-2013, παρατηρείται μία σημαντική διαφορά στη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία μερικές φορές υπερβαίνει και το 200%.
Στην περίοδο 1974-1970, ο μέσος όρος της διαφοράς βρίσκεται στο 58,5%, ενώ αυξάνεται σε 79,1% κατά την περίοδο 1971-1980. Όμως, πρακτικά, η διαφορά αυτή είναι άνευ ουσίας, αφού καθ’ όλη την περίοδο 1964 – 1977 η φορολογική επιβάρυνση στα μέσα εισοδήματαείναι ιδιαίτερα χαμηλοί (μεταξύ του 0,3% και του 3,0%) και μόλις μετά το 1977 αρχίζει να αυξάνεται. Συνεπώς, σε οικονομικούς όρους, η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών είναι χωρίς μεγάλη σημασία.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου 1964-2013, παρατηρείται μία σημαντική διαφορά στη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών, η οποία μερικές φορές υπερβαίνει και το 200%.
Στην περίοδο 1974-1970, ο μέσος όρος της διαφοράς βρίσκεται στο 58,5%, ενώ αυξάνεται σε 79,1% κατά την περίοδο 1971-1980. Όμως, πρακτικά, η διαφορά αυτή είναι άνευ ουσίας, αφού καθ’ όλη την περίοδο 1964 – 1977 η φορολογική επιβάρυνση στα μέσα εισοδήματαείναι ιδιαίτερα χαμηλοί (μεταξύ του 0,3% και του 3,0%) και μόλις μετά το 1977 αρχίζει να αυξάνεται. Συνεπώς, σε οικονομικούς όρους, η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης των μισθωτών και των ελευθέρων επαγγελματιών είναι χωρίς μεγάλη σημασία.
Στην περίοδο 1981, παράλληλα με την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αυξάνει και η διαφορά μεταξύ της φορολογικής επιβάρυνσης μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών. Η κορύφωση της διαφοράς αυτής παρατηρείται το 1984, όταν φθάνει στο 121%, ενώ ο μέσος όρος της διαφοράς για ολόκληρη τη δεκαετία βρίσκεται στο 91,3%.
Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, υπέρ των ελευθέρων επαγγελματιών κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες. Στην περίοδο 1991-2000, παράλληλα με τη γενικότερη πτώση των φορολογικών συντελεστών, υποχώρησε σημαντική η σχέση της διαφοράς στη φορολόγηση σε σύγκριση με τους μισθωτούς, φθάνοντας στο 19,8% (μέσος όρος). Στη δεκαετία του 2000 η σχέση αυτή υποχώρησε ακόμη περισσότερο και, κατά μέσο όρο, έφθασε στο 9,4%.
Όμως, η κατάσταση αυτή δείχνει να ανατρέπεται από το 2011 για δύο κυρίως λόγους: την επιβολή του τέλους επιτηδεύματος από το έτος 2011 και τη θέσπιση διαφορετικής φορολογικής κλίμακας για τους ελεύθερους επαγγελματίες (με την παράλληλα κατάργιση του αφορολόγητου ορίου) από το 2013 (οικονομικό έτος 2014). Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν τη διαφορά στη φορολόγηση μεταξύ των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών στο 164%!
Πώς εξηγείται η διαφοροποίηση στη φορολογία μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών:Ο κυριότερος παράγοντας για την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών είναι η δυνατότητα που έχουν για φοροδιαφυγή.
Η δυνατότητα αυτή όντως υπήρχε στις παλαιότερες δεκαετίες. Σ’ αυτό ευθύνεται η κακή οργάνωση του Κράτους, οι εγγενείς αδυναμίες από την (παλαιότερη) έλλειψη μηχανογραφικών μέσεων, η έλλειψη πολιτικής βούλησης και το χαμηλό επίπεδο φορολογικής συνείδησης. Και ακριβώς λόγω της δυνατότητας αυτής, η φοροδιαφυγή πολλών κατηγοριών ελευθέρων επαγγελματιών συχνά έφθανε σε προκλητικά επίπεδα.
Σήμερα, πολλοί από τους παραπάνω παράγοντες εξακολουθούν να υφίστανται, όμως, αυτό συμβαίνει σε μειωμένο βαθμό. Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν αλλάξει πολλά, τόσο στην οργάνωση του Κράτους, όσο και λόγω της μηχανογράφησης μέσω της οποίας πλέον είναι περισσότερο εύκολη και πλήρης η δυνατότητα παρακολούθησης της δραστηριότητας, των εισοδημάτων και της περιουσίας των φορολογουμένων. Έτσι, αν κάποιος μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη μίας διαφορετικής μεταχείρισης μίας κατηγορίας φορολογουμένων στο παρελθόν, σήμερα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να γίνει.
Πέραν του ότι είναι άδικο προς τους ελεύθερους επαγγελματίες οι οποίοι είτε επιλέγουν να είναι ειλικρινείς, είτε δε μπορούν να αποκρύψουν εισοδήματα, η διαφορετική μεταχείριση των φορολουμένων συνιστά μία σαφέστατη παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος.
Το ελληνικό φορολογικό σύστημα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τις ίδιες έξι γενικές κατηγορίες επαγγελμάτων, που θέσπισε από το 1955, όταν δηλαδή εισήχθη για πρώτη φορά η σύγχρονη έννοια της φορολογίας εισοδήματος στη χώρα μας: Εισοδηματίες, Έμπορους-βιομήχανους, Γεωργούς, Μισθωτούς, Ελεύθερους επαγγελματίες και Συνταξιούχους.
Και όμως, στα 60 χρόνια που πέρασαν από τότε, οι αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας έχουν αλλάξει πάρα πολλά στις δομές και στον τρόπο αμοιβής πολλών επαγγελμάτων. Σήμερα υπάρχουν πάρα πολλά επαγγέλματα που, από φορολογικής άποψης, ανήκουν στην κατηγορία των ελευθέρων επαγγελμάτων, όμως τόσον η δομή, όσο και η ροή των εσόδων τους, ελέγχονται απόλυτα και δε μπορεί να υπάρξει απόκρυψη.
(Σημείωση: Ένα επάγγελμα που αδικείται, είναι αυτό του ασφαλιστή. Όλα τα έσοδα ενός ασφαλιστή προέρχονται από τα ασφαλιστικά του συμβόλαια –τα οποία ελέγχονται από κρατικούς φορείς- και για τα έσοδά του εκδίδονται βεβαιώσεις αποδοχών από τις ασφαλιστικές εταιρίες με τις οποίες συνεργάζεται. Με ποιά λογική θα πρέπει ο εργαζόμενος αυτός να φορολογείται ως «ύποπτος φοροδιαφυγής»;)
Μήπως ήρθε πλέον η εποχή για να διαφοροποιηθούν οι κατηγορίες που –από το 1955- χρησιμοποιεί η Εφορία; Δε θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες γενικές κατηγορίες επαγγελμάτων οι οποίες θα αντανακλούν τις εξελίξεις στην κοινωνία και την οικονομία και οι οποίες δε θα αδικούν παράφορα;
Η πλήρης μελέτη θα δημοσιευθεί την 8η Απριλίου 2014.
Η πλήρης μελέτη θα δημοσιευθεί την 8η Απριλίου 2014.
Γιάννης Σιάτρας
Οικονομολόγος – Πρόεδρος του ΔΣ του Συλλόγου “Έλληνες Φορολογούμενοι”
Τηλ. 210 3242032 – www.forologoumenos.gr